λορδαίνω

English (LSJ)

= λορδόω, Hp.Art.46.

Greek (Liddell-Scott)

λορδαίνω: λορδόω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812.

Greek Monolingual

λορδαίνω (Α) λορδός
λορδώ.

German (Pape)

λορδόω, Hippocr. im Gegensatz von συμφέρω, und Sp.