λορδώ

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

λορδῶ, -όω (Α) λορδός
κυρτώνω τη σπονδυλική μου στήλη προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα να εξέχει το στήθος και η κοιλιά.