λορδόω

English (LSJ)

as neut., bend oneself supinely, so as to throw the head back, Hp.Art.46, Mnesim.4.55 (anap.):—Pass., Hp.Art.48, Procop. Arc.9: sens. obsc., Ar.Ec.10, Fr.140.

Greek (Liddell-Scott)

λορδόω: ὡς οὐδ., κάμπτω ἐμαυτὸν πρὸς τὰ ὀπίσω, κορδώνω τὸ σῶμά μου νὰ ἐξέχῃ τὸ στῆθος καὶ ἡ κοιλία πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀποτελῇ κύρτωμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812· πίνει, σκιρτᾷ, λορδοῖ, κεντεῖ [βινεῖ] Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55· - οὕ ως ἐν τῷ παθ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812, 816· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 10, Ἀποσπ. 191.

German (Pape)

den Oberleib vorwärts, einwärts biegen, Hippocr.
Med. sich einwärts biegen, den Rücken einziehen, so daß der Unterleib hervortritt, in obszönem Sinne, Ar. Eccl. 10.