λουτιώ

Greek Monolingual

λουτιῶ, -άω (Α)
επιθυμώ να λουστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + -τιῶ, επίθημα που εμφανίζεται στα θαμιστικά ρ. (πρβλ. κελευτιώ)].