κελευτιώ

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek Monolingual

κελευτιῶ, -άω (Α) (θαμιστ. του κελεύω
απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» — οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους άνδρες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελεύω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κελευτός, με επίθημα -ιάω / -ιῶ για μετρικούς λόγους].