λοχίας

Greek Monolingual

ο
στρατ. υπαξιωματικός του στρατού ξηράς μεταξύ των βαθμών του επιλοχία και του δεκανέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματίας, σμηνίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].