λοχμαῖος

English (LSJ)

α, ον, of the coppice, Μοῦσα λ., of the nightingale, Ar. Av.737 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
qui se plaît dans les taillis.
Étymologie: λόχμη.

German (Pape)

im Busch versteckt, sich im Gebüsch aufhaltend, μοῦσα, von den Vögeln, Ar. Av. 737.

Russian (Dvoretsky)

λοχμαῖος: прячущийся в чаще: Μοῦσα λοχμαία Arph. лесная муза, т. е. соловей.

Greek (Liddell-Scott)

λοχμαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν λόχμην, ἐν λόχμῃ διατρίβων, Μοῦσα λ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 737.

Greek Monolingual

λοχμαῖος, -αία, -ον (Α) λόχμη
αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῦσα λοχμαία» — το αηδόνι, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

λοχμαῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε λόχμη, Μοῦσα λοχμαία, λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λοχμαῖος, η, ον
of the coppice, Μοῦσα λ., of the nightingale, Ar.