λούμα

Greek Monolingual

λοῦμα, -ατος, τὸ (AM) λούω
μσν.
λουτρό
αρχ.
1. ρυάκι
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «λούματα
τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα».