λούμεν

Greek Monolingual

το
μετρολ. μονάδα φωτεινής ροής στο διεθνές σύστημα μονάδων SI, η οποία χρησιμοποιείται σε υπολογισμούς τεχνητού φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lumen (< λατ. lumen «φως»)].