λούσο
Greek Monolingual
το
1. πολυτελής καλλωπισμός, ιδίως της ενδυμασίας
2. πολυτέλεια
3. φρ. «άσ' τα λούσα» ή «ας σού λείπουν τα λούσα» — άσε τα προσχήματα, μίλα σταράτα, χωρίς περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lusso < λατ. luxus «πολυτέλεια»].
το
1. πολυτελής καλλωπισμός, ιδίως της ενδυμασίας
2. πολυτέλεια
3. φρ. «άσ' τα λούσα» ή «ας σού λείπουν τα λούσα» — άσε τα προσχήματα, μίλα σταράτα, χωρίς περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lusso < λατ. luxus «πολυτέλεια»].