λυκεία

English (LSJ)

ἡ, helmet of wolf-skin, Plb.6.22.3.

German (Pape)

ἡ, Wolfsfell, Helm aus Wolfsleder, Pol. fl, 22.3.

Russian (Dvoretsky)

λῠκεία:шлем из волчьей шкуры Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκεία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3.

Greek Monolingual

λυκεία, ἡ (Α) λύκειος
περικεφαλαία από δέρμα λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου χάριν», Πολ.).