λυκόφων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a plant, Plu.Lyc.16, Id.2.237b:—in both places λυκοφάνους(= ἐχινόποδας, v. λυκόφανον) should prob. be read (λυκόφονας, λυκοφάνας codd.).
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
autre nom de la plante ἐχινόπους.
Étymologie: λύκος, φάω.
Russian (Dvoretsky)
λῠκόφων: ονος или ωνος ὁ ликофон (неизвестное нам растение) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λυκόφων: ὁ, ἀμφίβολον ὄνομα φυτοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16., 2. 237Β· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ αἰτ. πληθ., ἥτις φέρεται ἐν Ἀντιγράφοις, λυκοφόνας, λυκοφώνας: ― Πιθ. διορθωτέον λυκοφάνους· διότι ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει λυκόφανος ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἐχινόπους.