ἐχινόπους
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ποδος, ὁ, kind of prickly-plant, Genista acanthoclada, perhaps the same as ἔχιον, Eleg. ap. Plu.2.44e (pl.), cf. Hsch. s.v. λυκόφανον, EM405.12.
German (Pape)
[Seite 1126] οδος, ὁ, Igelfuß, eine stachlige Pflanze, nach Sprengel genista lusitanica oder spartium horridum, Ath. III, 97 d; poet. bei Plut. de audit. 8.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ) :
pied de hérisson, sorte de chardon, plante.
Étymologie: ἐχῖνος, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἐχῑνόπους: ποδος ὁ досл. «ежовая лапка», предполож. дрок (Genista Lusitanica) или дереза (Spartium horridum) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχῑνόπους: οδος, ὁ, εἶδος ἀκανθώδους φυτοῦ, ἴσως ταυτόσημον τῷ ἐχίῳ, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε, πρβλ. Ἀθήν. 97D.
Greek Monolingual
ο (Α ἐχινόπους)
νεοελλ.
βοτ. γένος χεδρωπών φυτών
αρχ.
το φυτό εχινόπους ο ακανθόκλαδος, πιθ. ταυτόσημο με το έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχίνος + πους].