λυκώδης

English (LSJ)

λυκῶδες, wolf-like, τῷ χρώματι Arist.HA579b15.

German (Pape)

ες, = λυκοειδής, Arist. H.A. 6.32.

Russian (Dvoretsky)

λῠκώδης: похожий на волка (ἡ ὕαινα τῷ χρώματι λ. ἐστί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκώδης: -ες, = λυκοειδής, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 32. 1.

Greek Monolingual

-ες (Α λυκώδης, -ῶδες) λύκος
αυτός που μοιάζει με λύκο, λυκοειδής, λυκόμορφος.

Greek Monotonic

λῠκώδης: -ες, = λυκοειδής, σε Αριστ.

Middle Liddell

λῠκ-ώδης, ες = λυκοειδής, Arist.]