λυκόμορφος
From LSJ
English (LSJ)
λυκόμορφον, wolf-shaped, Tz. ad Lyc.481.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκόμορφος: -ον, ἔχων σχῆμα ἢ μορφὴν λύκου, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 481.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ λυκόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή λύκου, που μοιάζει με λύκο
νεοελλ.
φρ. «λυκόμορφος κύων» — ποικιλία σκύλου που μοιάζει με λύκο, κν. λυκόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -μορφος(< μορφή)].
German (Pape)
wolfsgestaltig, Tzetz. zu Lycophr. 481.