λυμήτης

Greek (Liddell-Scott)

λῡμήτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ λυμαντήρ, Χρ. Σιβ. 3. 470.

Greek Monolingual

λυμήτης, ὁ (Α) λύμη
λυμεώνας, λυμαντήρ.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, = λυμαντής, Orac.Sib.