λυπικός

Greek (Liddell-Scott)

λυπικός: -ή, -όν, = λυπηρὸς Δαμασκ. III, 688Α.

Greek Monolingual

λυπικός, -ή, -όν (Μ) λύπη
θλιβερός, δυσάρεστος, λυπηρός.