λυσίθριξ

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with loose hair, Gp. 12.8.5.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ ἔχων λελυμένας τὰς τρίχας, λυτὴν τὴν κόμην, Γεωπ. 12. 8. 5.

Greek Monolingual

λυσίθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλίθριξ, ουλόθριξ)].

German (Pape)

[ῡ], -τριχος, das Haar auflösend, mit fliegendem Haare, Sp.