λυσσῶπις, -ιδος, ἡ (Α)αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρώπις, γλαυκώπις].