λυχνεύω: (λύχνος) φωτίζω, φέγγω, τινὰ Ἀρέθ. ἐν Ἀποκ. σ. 905.
λυχνεύω (Μ) λύχνοςφωτίζω με λύχνο.
leuchten, Sp.