λωδίκιον

English (LSJ)

v. λῶδιξ.

Greek Monolingual

λωδίκι(ο)ν και λωτίκιον, τὸ (Α) λώδιξ
1. μικρή κουβέρτα, κλινοσκέπασμα
2. μανδύας, επενδύτης.