λωτώ

Greek Monolingual

λωτῶ, -έω (Α) λωτός
1. ανοίγω, θάλλω
2. (κατά τον Ζωναρά) παίζω αυλό
3. (κατά τον Ησύχ.) «λωτεῡσι δέ, πάχνη, άνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες».