πάχνη
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ἡ, (πήγνυμι)
A hoar-frost, rime (defined as frozen rain, Posidon. ap. D.L.7.153), Od.14.476; π. ἑῴα A.Pr.25; τὸ ἐπὶ γῆς συμπαγὲν ἐκ δρόσου γενόμενον π. λέγεται Pl.Ti.59e; opp. κρύσταλλος, Theognet.1.3: pl., πάχναι καὶ χάλαζαι Pl.Smp. 188b; ἀπέκαυσεν ἡ π. τὰς ἀμπέλους Philippid.25.4.
2 metaph., γήρως εὐρῶτα καὶ πάχνην the mould and frost of age, descriptive of an old man's grey hair, Com.Adesp.650a, cf. 381; π. κουροβόρος clotted blood of the eaten children, A.Ag.1512 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 539] ἡ (s. πήγνυμι, παγῆναι), gefrorner Thau, Reif, pruina, δρόσος πεπ ηγυῖα, VLL.; nach Arist. mund. 4 u. Plat. Tim. 59 e τὸ δ' ἐπ ὶ γης ξυμπαγὲν ἐκ δρόσου γενόμενον πάχνη λέγεται; so schon, neben χιών, Od. 14, 476; Folgde; πάχνην θ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν, Aesch. Prom. 25, der es auch übertr. vom geronnenen Blute gebraucht, Ag. 1493; γήρως εὐρῶτα πάχνην, des Alters schimmeligen Reif, vom grauen Haare des Greises, com. bei Arist. de gen. anim. 5, 4, wo über den Unterschied von πάχνη u. εὐρώς gesprochen wird.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 eau coagulée ; gelée blanche, givre;
2 sang coagulé.
Étymologie: R. Παγ, ficher, figer ; v. πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάχνη -ης, ἡ [~ πήγνυμι] rijp, bevroren dauw; anal. geronnen bloed. Aeschl. Ag. 1512.
Russian (Dvoretsky)
πάχνη: ἡ πήγνυμι тж. pl.
1 иней (π. ἑῴα Aesch.; πάχναι καὶ χάλαζαι Plat.; π. δρόσος πεπηγυῖα, sc. ἐστίν Arst.);
2 запекшаяся кровь Aesch.
English (Autenrieth)
(πήγνῦμι): hoar frost, Od. 14.476†
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
(μετεωρ.) η απευθείας κρυστάλλωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας και η απόθεσή της στο έδαφος και στα σώματα που βρίσκονται σ' αυτό
αρχ.
1. μτφ. τα άσπρα μαλλιά τών γερόντων («γήρως εὑρῶτα καὶ πάχνη ν», Κωμ. Αδέσπ.)
2. το πηγμένο αίμα («κουροβόρος πάχνη» — το πηγμένο αίμα τών σπαραγμένων παιδιών).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πάχνη (< παγ-σν-ᾱ) προέρχεται από το θ. παγ- του πήγνυμι (πρβλ. πάγος) και εμφανίζει κατάλ. -snā (πρβλ. αράχνη, άχνη, λάχνη). Για τη σημ. της λ. «λεπτό στρώμα παγωμένων σταγόνων δροσιάς», πρβλ. πάγος, πηγυλίς «παγερή, ψυχρή, γεμάτη πάχνη»].
Greek Monotonic
πάχνη: ἡ (πᾰγῆναι), κρυσταλλωμένη παγωνιά, πάχνη, Λατ. pruina, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· μεταφ., κουροβόρος πάχνη, το πηγμένο αίμα των καταβροχθισμένων παιδιών, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πάχνη: ἡ, (√ΠΑΓ, πήγνυμι) ὡς καὶ νῦν, ἡ πεπηγυῖα δρόσος, πάχνη, Λατ. pruina, Ὀδ. Ξ. 476· π. ἑῴα Αἰσχύλ. Πρ. 25· τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν, ἐκ δρόσου γενόμενον, π. λέγεται Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., πάχναι καὶ χάλαζαι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 188Β· ἀπέκαυσεν ἡ π. τὰς ἀμπέλους Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 1, 4. 2) μεταφορ., γήρως εὐρῶτα καὶ πάχνην, τὸν εὐρῶτα καὶ τὴν πάχνην τοῦ γήρατος, πρὸς παράστασιν τῆς πολιᾶς κόμης γέροντος, Κωμ. Ἀνών. 14· κουροβόρος π., τὸ πεπηγὸς αἷμα τῶν καταβρωθέντων τέκνων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512. ― Πρβλ. πάγος ΙΙ, παγετός, πηγάς, πηγυλίς.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: hoar-frost, rime, also metaph., e.g. of curdled blood (ξ 476).
Derivatives: παχν-ήεις (Nonn.), -ώδης (Gp., Hymn. Is.) frosty; -όομαι (also w. περι-), -όω to become covered with rime resp. to cover, to (make) curdle (P 112).
Origin: IE [Indo-European] [787] *peh₂ḱ/ǵ- make fast, compact
Etymology: Formation as ἄχνη, λάχνη, λύχνος a.o. (Schwyzer 327), so from *πάκ-σν-α or *πάγ-σν-α from παγ-ῆναι, πήγνυμι; on the meaning etc. s. πάγος; cf. also νὺξ ... πηγυλίς beside πάχνη (ξ 475 f., on this Bechtel Lex. w. lit.). Supposition on the formation in Porzig Satzinhalte 347.
Middle Liddell
πάχνη, ἡ, [πᾰγῆναι]
hoar-frost, rime, Lat. pruina, Od., Aesch.: metaph., κουροβόρος π. the clotted blood of the eaten children, Aesch.
Frisk Etymology German
πάχνη: {pákhnē}
Grammar: f.
Meaning: gefrorener Tau, Reif, auch übertr., z.B. vom geronnenen Blut (seit ξ 476).
Derivative: Davon παχνήεις (Nonn.), -ώδης (Gp., Hymn. Is.) reifig; -όομαι (auch m. περι-), -όω ‘mit Reif bedeckt werden bzw. bedecken, gerinnen (machen)’ (ep. poet. seit P 112, auch sp. Prosa).
Etymology: Bildung wie ἄχνη, λάχνη, λύχνος u.a. (Schwyzer 327), somit aus *πάκσνα od. *πάγσνα von παγῆναι, πήγνυμι; zur Bed. usw. s. πάγος; vgl. noch νὺξ ... πηγυλίς neben πάχνη (ξ 475 f., dazu Bechtel Lex. m. Lit.). Vermutung zur Bildung bei Porzig Satzinhalte 347.
Page 2,484
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πρωινή δροσιά). Ἀπό τό πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.