λόγγος

Greek Monolingual

ο (Μ λόγγος)
πυκνό δάσος, ιδίως από θάμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σλαβ. longŭ. Κατ' άλλη άποψη, < μσν. λόγγη «τάφρος»].