λύμην

English (LSJ)

v. λύω. λυμνός· γυμνός, Hsch. λύμπρωσχος· τὸ λυχνίον, Id. λύξ· λύτρον, Id. λυπάη, corrupt word in Luc. Pseudol.16. λύπεια· λιπαρά, Hsch.

Russian (Dvoretsky)

λύμην: эп. aor. 2 med.-pass. к λύω.

Greek (Liddell-Scott)

λύμην: ἴδε ἐν λέξ. λύω.

Greek Monotonic

λύμην: Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του λύω.