λῶφαρ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λώφημα», ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωφῶ «σταματώ, ανακουφίζομαι» + επίθημα -αρ (πρβλ. άλειφαρ)].