λῶφαρ

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶφαρ Medium diacritics: λῶφαρ Low diacritics: λώφαρ Capitals: ΛΩΦΑΡ
Transliteration A: lō̂phar Transliteration B: lōphar Transliteration C: lofar Beta Code: lw=far

English (LSJ)

λώφημα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 77] erkl. Hesych. durch λώφημα.

Greek (Liddell-Scott)

λῶφαρ: τό, = λώφημα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λῶφαρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λώφημα», ανακούφιση, ανάπαυση, ησυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωφῶ «σταματώ, ανακουφίζομαι» + επίθημα -αρ (πρβλ. άλειφαρ)].