λῆδον

English (LSJ)

τό, shrub from which the gum λήδανον exudes, Cistus cyprius, Dsc.1.97, Plin.HN26.47.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ciste (cistus Cyprius), arbrisseau produisant la gomme λήδανον.
Étymologie: DELG emprunt sém., cf. arabe ladan, persan ladan.

Greek (Liddell-Scott)

λῆδον: τό, θάμνος τις τῆς Ἀνατολῆς, ἕτερον εἶδος κίστου, μακρότερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει καὶ μελάντερα (πρβλ. σχῖνος), ἐξ οὗ γίνεται τὸ λεγόμενον λήδανονλάδανον, Cistus Creticus, Διοσκ. 1. 128, Πλιν. Ν. Η. 26. 30, 2· - περὶ τοῦ Θεοκρ. 21. 10, ἴδε ἐν λ. δέλεαρ. (Ἴδε κιννάμωμον).

Greek Monolingual

ληδόν, τὸ (Α)
θάμνος της Ανατολής, είδος κίσθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λήδανον].

Greek Monotonic

λῆδον: τό, θάμνος από τον οποίο παράγεται το λάβδανο, λάδανον, μαστιχόδεντρο, Cistus Creticus.

Middle Liddell

λῆδον, ου, τό,
a shrub, the mastich, on which the gum λάδανον is found, cistus creticus.

German (Pape)

τό, oder λῆδος, ὁ, der Strauch, an dessen Blättern sich das Gummi λήδανον od. λάδανον bildet, kretischer Cistus, mit lanzenförmigen, dem weißen Mohn ähnlichen Blättern, Diosc. und A. Bei Theocr. 21.10 werden unter Fischergeräten τὰ φυκιόεντά τε λῆδα genannt, entweder Stücke Zeug oder Blätter des Strauches λῆδος, zu Köder gebraucht. Einige wollen δέλητα ändern.