μάζεμα

Greek Monolingual

και μάζευμα, το και μαζεμός, ο μαζεύω
1. συνάθροιση
2. συλλογή αντικειμένων («μάζεμα παλιών φωτογραφιών»)
3. τακτοποίηση αντικειμένων
4. συστολή, συρρίκνωση
5. στον πληθ. τα μαζέματα
α) πράγματα κατώτερης ποιότητας
β) (για πρόσ.) άτομα ανάξια λόγου, καθάρματα
6. φρ. «δεν έχω μαζεμό» — δεν μαζεύομαι σπίτι μου, είμαι συνεχώς έξω από το σπίτι μου.