Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συρρίκνωση

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζάρωμα
2. περιορισμός του μεγέθους, μάζεμα
3. (φωτογραμμ.) η αυξομείωση τών διαστάσεων την οποία υφίσταται μια φωτοταινία ή ένα φύλλο χαρτιού σχεδίασης υπό την επίδραση της υψομετρικής κατάστασης ή της θερμοκρασίας και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν και αναλόγως να διορθώνεται, ιδίως προκειμένου για εργασίες ύψιστης ακρίβειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρρικνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συρρίκνωσις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].