συρρίκνωση

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζάρωμα
2. περιορισμός του μεγέθους, μάζεμα
3. (φωτογραμμ.) η αυξομείωση τών διαστάσεων την οποία υφίσταται μια φωτοταινία ή ένα φύλλο χαρτιού σχεδίασης υπό την επίδραση της υψομετρικής κατάστασης ή της θερμοκρασίας και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν και αναλόγως να διορθώνεται, ιδίως προκειμένου για εργασίες ύψιστης ακρίβειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρρικνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συρρίκνωσις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].