μάρανσις

English (LSJ)

[μᾰ], εως, ἡ,
A causing to die away, μ. πυρός, opp. σβέσις, Arist.Juv.469b22, cf. Resp.474b20; of the sun's action on wind, Id.Mete.361b21.
II dying or fading away, ib.372b19 (pl.); μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπειν Id.Pr.871b17; διὰ μαράνσεως καὶ λήθης Porph.Abst.1.32.

German (Pape)

[Seite 94] ἡ, das Dünn-, Welkwerden, vom Alter, Arist. probl. 3, 5. 6 u. Sp., wie μαρασμός.

Greek (Liddell-Scott)

μάρανσις: ἡ, τὸ μαραίνεσθαι, μαρασμός, μ. πυρός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σβέσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 8, 6, π. Νεότ. 5, 1· ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 5, 2. II. φθορά, αὐτόθι 3. 3, 2, Προβλ. 3. 5, 6.

Russian (Dvoretsky)

μάρανσις: εως (μᾰ) ἡ
1 затухание, угасание (πυρός Arst.);
2 иссякание, истощение, исчезновение (ὕδατος Arst.).