μάργαρον

English (LSJ)

τό, = μαργαρίτης, Anacreont.22.14, PHolm.10.17,29.

German (Pape)

[Seite 95] τό, = μαργαρίτης, Anacr. 22, 14, Paul. Sil. 17 (V, 270).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
perle.
Étymologie: μάργαρος.

Russian (Dvoretsky)

μάργᾰρον: τό жемчужина, жемчуг Anacr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, Ἀνακρεόντ. 22. 14, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8695. 4.

Greek Monotonic

μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, σε Ανακρεόντ.

Middle Liddell

μάργᾰρον, ου, τό, = μαργαρίτης, Anacreont.]

Mantoulidis Etymological

τό (=μαργαριτάρι). Ἡ προέλευσή του εἶναι ἀνατολική. Μαργίτης, ὁ (=μανιακός), ἀπό τό μάργος (=χαζός).