μάρμαρον

English (LSJ)

τό,
A marble, Call.Ap.24, SIG909.5 (v A.D.).
II sore on the feet of asses, Hippiatr.53.

German (Pape)

[Seite 96] τό, = μάρμαρος, Callim. Apoll. 24 u. a. Sp. – Bei den Tieren, bes. Eseln, eine Krankheit, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

μάρμᾰρον: τό, = μάρμαρος, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 24. ΙΙ. ἕλκος τι ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὄνων, Ἱππιατρ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
marbre.
Étymologie: μάρμαρος.