μάσπετον

English (LSJ)

τό,
A the leaf of σίλφιον, Antiph.88.4 (cj.), Thphr. HP 6.3.1.
2 the stalk of σίλφιον, Dsc.3.80.
3 = semen ferulae, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 98] τό, das Blatt des σίλφιον, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
feuille de benjoin ; feuille ou tige du σίλφιον Chantraine.

Greek (Liddell-Scott)

μάσπετον: τό, φύλλον τοῦ σιλφίου, Ἀντιφ. ἐν «Δυσέρωτι» 1, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 1. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσπετα· τοῦ σιλφίου τὰ πρῶτα πέταλα, ἢ τὸ τοῦ καυλοῦ ὄπιον».

Greek Monolingual

μάσπετον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το στέλεχος του φυτού σίλφιον
2. ο σπόρος του φυτού νάρθηξ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: leaf or stalk of siphion (Antiph.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the suffix -ετο- Fur. 115 n. 4.