υος, ἡ, = μαστροπός, Phot. s.v. ματρυλεῖον.
[Seite 100] υος, ἡ, oder μαστρύα, – μαστροπίς, Phot.
μάστρυς: -υος, ἡ, = μαστροπός, Φώτ.
μάστρυς, -υος, ἡ (Μ)μαστροπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρός + επίθημα -τρυς (πρβλ. ρύτρυς, φέρτρυς)].