μάτιν, τὸ (Μ)ιμάτιο, ένδυμα, ρούχο («κουντῶ τὸν συψωμήτην μου, σύρνω τον ἐκ τὸ μάτιν», Πρόδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτι(ο)ν, με αποβολή του αρκτικού άτονου -ι-].