μάτσο

Greek Monolingual

το
1. δεσμίδα ομοειδών πραγμάτων («ένα μάτσο πράσα»)
2. επιμήκης δεσμίδα νήματος («ένα μάτσο κλωστή»)
3. μτφ. πλήθος, μεγάλη ποσότητα («μού αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές»)
3. φρ. α) «μάτσο έχω τα χιλιάρικα» — έχω αρκετά χρήματα
β) «μάτσο μού τά 'στείλε ο Θεός» — μού ήλθαν πολλές ατυχίες μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzo].