μήκυνση

Greek Monolingual

η (Α μήκυνσις) μηκύνω
(στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκταση
νεοελλ.
η επιμήκυνση, το μάκρεμα.