μήλωψ

German (Pape)

[Seite 174] οπος, wie ein Apfel anzusehen, apfel-, bes. quittenfarbig, quittengelb; μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν, die gelbe Frucht, den goldgelben Weizen mahlen, Od. 7, 104; vgl. VLL.

French (Bailly abrégé)

-οπος (ὁ, ἡ)
d'un jaune de coing ou d'un vert de pomme.
Étymologie: μῆλον², ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

μήλωψ: οπος adj. цветом (похожий) на яблоко или на померанец, золотистый: μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν Hom. молоть золотистый плод, т. е. хлебные зерна.

Greek (Liddell-Scott)

μήλωψ: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ μῆλοψ.

Greek Monotonic

μήλωψ: -οπος, ὁ, ἡ (μῆλον Β, ὤψ), αυτός που μοιάζει με μήλο, κίτρινος, ώριμος, σε Ομήρ. Οδ.· ως προς την γεν. πρβλ. αἴθων, -ονος.

Middle Liddell

μήλ-ωψ, οπος, [μῆλον2, ὤψ]
looking like an apple, yellow, ripe, Od.:—with the gen. cf. αἴθων, -ονος.