μαγίστωρ

Greek (Liddell-Scott)

μαγίστωρ: «ἐπιστάτης· διδάσκαλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαγίστωρ, ὁ (ΑM, Μ και μαΐστωρ και μαΐστορας)
βλ. μάγιστρος.