μαγειρικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
à la manière d'un cuisinier.
Étymologie: μαγειρικός.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγειρικῶς: по-поварски (μ. κομψῶς τε Arph.; μ. ἐσκευασμένη τροφή Sext.).

English (Woodhouse)

(see also: μαγειρικός) like a good cook