μαγευτής
English (LSJ)
μαγευτοῦ, ὁ, = μάγος, D.C.52.36.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγευτής: -οῦ, ὁ, = μάγος, Δίων Κ. 52. 36· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 316.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) μαγεύω
μάγος
νεοελλ.
ως επίθ.
1. μαγικός
2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση»).
German (Pape)
ὁ, = μάγος, DC. 52.36.