μαθεύτρα

Greek Monolingual

και μαθητεύτρα, η
δασκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ- του μανθάνω (βλ. λ. μαθαίνω) + κατάλ. -(εύ)τρα, αναλογικά με τα ον. που παράγονται από ρ. σε -εύω (πρβλ. δουλεύτρα)].