και μακρυνάρι, το1. κάθε πράγμα που έχει μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος2. μακρύς διάδρομος3. οικοδόμημα που έχει δυσανάλογο μήκος σε σχέση με το πλάτος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρινάριον, ουσιαστικοποιημένο τ. του ουδ. του αμάρτυρου επιθ. μακρινάριος].