μακρύς
From LSJ
Greek Monolingual
-ιά, -ύ και μακριός, -ά, -ό (Μ μακρύς, -ιά, -ύ)
1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, επιμήκης, μακρουλός («μακρύ παντελόνι»)
2. μεγάλος στο ύψος, υψηλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος («μακρύ ταξίδι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μακρύ
μακροημέρευση, αναβολή
3. (αίνιγμα) «μακρύς μακρύς καλόγερος και κόκαλα δεν έχει» — ο καπνός
μσν.
1. (σχετικά με κατηγορία ή κατάσταση) σοβαρός
2. (για τόπο) μακρινός, απομακρυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός, κατά τα επίθ. σε -ύς (πρβλ. γλυκός: γλυκύς). Το επίθ. μακριός είναι μεταπλασμένος τ. του μακρύς, κατά τα επίθ. σε -ιός].