μακροημέρευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, length of days, LXX Si.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

μακροημέρευσις: ἡ, παράτασις τῶν ἡμερῶν τοῦ βίου, μακροβιότης, Ἑβδ. (Σειρὰχ. Α΄, 12), Ἐκκλ.

German (Pape)

ἡ, langes Leben, Sp.