μακροβιότης
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
-ητος, ἡ, longevity, Arist.Rh. 1361b32, Gal.14.297, Alex.Aphr. in Top.258.4; of plants, Thphr. HP 4.13.2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
longévité.
Étymologie: μακρόβιος.
German (Pape)
ητος, ἡ, das Langeleben; Arist. rhet. 1.5.10; DL. 7.28.
Russian (Dvoretsky)
μακροβιότης: ητος ἡ долгая жизнь, долговечность Arst., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
μακροβιότης: -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, μακροζωΐα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.
Greek Monotonic
μακροβιότης: -ητος, ἡ, μακροζωία, σε Αριστ.
Middle Liddell
μακροβιότης, ητος, ἡ, [from μακρόβιος
longevity, Arist.