παράτασις
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
-εως, ἡ, (παρατείνω)
A extension or continuance of or in time, S.E.P.3.107, Ptol. Tetr.75; χρονικὴ π. Procl.Inst.50; ἐπιθυμία… μετὰ προκοπῆς τινος καὶ παρατάσεως Stoic.3.96; π. τοῦ ἐνεστῶτος continuance of the present, A.D.Synt.252.4; ἐν παρατάσει γενέσθαι τοῦ τρέχειν continue to run, ib.273.17; εἰ ἐν π. χρόνου τὸ εὐδαιμονεῖν Plot.1.5tit.; παρ' ὃ ἡ κίνησις τὴν π. ἔχει, of time, Id.3.7.8, cf. 3.6.17; τὸ ἀεί φαμεν παράτασιν ἔχειν Dam.Pr.298.
b π. δοῦναί τισι grant them an extension of time for payment, PTeb.37.8 (i B. C., pl.).
2 extension in space, long stretch, ἡ τῶν ἐντέρων π. Arist.PA677b37, cf. Iamb.Myst.1.9.
3 direction of extension, dimension, ἓξ π. S.E.M. 9.367, al.
II Gramm., time of the tempus imperfectum (cf. παρατατικός), A.D.Synt.70.27, EM472.22, Eust.19.28; opp. ἐνεστὼς χρόνος, A.D.Adv.124.5.
German (Pape)
[Seite 502] ἡ, Ausdehnung, Erstreckung daneben, dabei, Sp. – Bei den Gramm. ist χρόνου παράτασις od. χρονική eine Zeitdauer, die sich neben einer andern Handlung hin erstreckt, tempus imperfectum.
Greek (Liddell-Scott)
παράτᾰσις: ἡ, (παρατείνω) ἐπὶ χρόνου, τὸ παρατείνειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 107, Πτολεμ., κλ. 2) ἐπὶ πράγματος, ἡ τῶν ἐντέρων π. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 1. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., ὁ χρόνος ὁ ἀνήκων εἰς τὸν παρατατικόν, tempus imperfectum (πρβλ. παρατατικός), Ἐτυμολ. Μέγ. 472. 22, πρβλ. Εὐστ. 19. 28.
Russian (Dvoretsky)
παράτᾰσις: εως ἡ
1 длительность Sext.;
2 протяжение (τῶν ἐντέρων Arst.);
3 грам. = παρατατικὸς χρόνος.