μακροημερεύω
Greek (Liddell-Scott)
μακροημερεύω: ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.
Greek Monolingual
(AM μακροημερεύω μακροήμερος
ζω πολλά χρόνια
μσν.
1. (μτβ.) δίνω μακροζωία
2. καθυστερώ κάποιον
3. παρατείνομαι, χρονίζω.