καθυστερώ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
Greek Monolingual
(AM καθυστερῶ, -έω)
1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.)
2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ
(α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων», Πολ.)
3. δεν δίνω εγκαίρως κάτι που οφείλω («καθυστερεί πάντοτε τα ενοίκια»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει, επιβραδύνω («μέ καθυστέρησε το λεωφορείο»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθυστερημένος, -η, -ο
α) αυτός που δεν ακολουθεί την πρόοδο της επιστήμης, της τέχνης ή του πολιτισμού, αυτός που μένει πίσω στην ανάπτυξη
β) το άτομο που εμφανίζει βραδύτητα στη διανοητική του εξέλιξη, που εμφανίζει μειωμένη νοημοσύνη
αρχ.
1. έχω έλλειψη, στερούμαι («πάσης τροφῆς καθυστερήσει», ΠΔ)
2. φρ. «καθυστερῶ θανάτου» — δεν πεθαίνω, Λουκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑστερῶ < ὕστερος.